- ἑτερόφρων
- ἑτερόφρωνthinking strangelymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόφρων — ον (ΑΜ ἑτερόφρων, ον) 1. αυτός που σκέπτεται διαφορετικά, που έχει άλλη γνώμη, ο ασύμφωνος 2. (για θρησκευτικά ζητήματα) αλλόθρησκος, αλλόδοξος, αλλόπιστος μσν. αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται παράδοξα, ο αλλόφρων, ο μαινόμενος 2. (για φυσικά… … Dictionary of Greek
ἑτερόφρονα — ἑτερόφρων thinking strangely neut nom/voc/acc pl ἑτερόφρων thinking strangely masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροφρόνων — ἑτερόφρων thinking strangely gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφρονας — ἑτερόφρων thinking strangely masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφρονες — ἑτερόφρων thinking strangely masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφρονι — ἑτερόφρων thinking strangely dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφρονος — ἑτερόφρων thinking strangely gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόφροσι — ἑτερόφρων thinking strangely dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek
ԱՅԼԱՅԼԻՄԱՑ — ( ) NBH 1 0087 Chronological Sequence: Unknown date ա. Այլ ընդ այլոյ իմացօղ. այլակարծիք. այլամիտ. այլափառ. ἐτερόφρων aliter vel contra sentiens *Երկուս որդիս իմանան այլայլիմացք (նեստորականք). Պրպմ. ԽԶ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)